- πυριτίωση
- η, Ν(πετρογρ.) διεργασία εξαλλοίωσης προϋπαρχόντων ιζημάτων και ιζηματογενών πετρωμάτων, λόγω εμποτισμού τους με διοξείδιο τού πυριτίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιο. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. silicification].
Dictionary of Greek. 2013.